Σενάριο διά χειρός Jonathan και Christoper Nolan, βασισμένο σε μια ιδέα, η οποία γεννήθηκε στα μυαλά του θεωρητικού φυσικού Κip Thorne και της κινηματογραφικής παραγωγού Lynda Obst – συνεργατών στην μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του μυθιστορήματος «Contact» και στην οποία συμπρωταγωνιστούσε ο Matthew McConaughey.
Οι χαρακτήρες των αδελφών Nolan μοιάζουν πραγματικοί, μα δυστυχώς δεν
αναπτύσσονται ποτέ. Η πλοκή τους θα ήθελε να είναι περίτεχνη, όπως στο
«Inception» και στο «The Prestige», αλλά από ένα σημείο και μετά μοιάζει
από απίθανη έως και παράλογη. Και κάπως έτσι έχουμε ένα τρομερά αδύναμο
σενάριο – κάτι που δεν είναι και ότι καλύτερο, αν θες να φτιάξεις μια
ταινία τέτοιων επικών διαστάσεων.

Το πρόβλημα του «Interstellar» είναι ότι ανοίγει πολλά μέτωπα, δίχως να καταφέρνει στο τέλος να κλείσει κανένα από αυτά με πειστικό τρόπο. Επιστρατεύει ανόητα coelh-ικά τσιτάτα («love is the one thing that transcends time and space», μας λέει η Amelia Brand της Anne Hathaway σε ένα μονόλογο που αν και κράτησε 2, 3 λεπτά έμοιαζε να περνάει ένας αιώνας) και καταφεύγει σε σεναριακές ευκολίες και επαναλαμβανόμενα σκηνοθετικά τρικ (ξέρουμε βρε Christopher ότι είσαι σχεδόν ασυναγώνιστος στην παράλληλη αφήγηση, αλλά να έχει και κάποιο νόημα ύπαρξης μέσα στο φιλμ, ε;), στα οποία δε μας είχαν συνηθίσει τα αδέρφια Nolan. Εν τέλει είναι μια ταινία που τρέφει εξαίσια τα μάτια, αλλά, εγκλωβισμένη στην υπέρμετρη φιλοδοξία της, αρνείται να κάνει το ίδιο και στο μυαλό.

Παρούσες δηλώνουν η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Nolan, καθώς και η καταπληκτική επιλογή συνεργατών. Τα καινοτόμα οπτικά εφέ της Double Negative προκαλούν το δέος του θεατή, καθώς θα νομίζεις ότι κινείσαι κι εσύ στον στρεβλωμένο χωροχρόνο. Ο διευθυντής φωτογραφίας Hoyte van Hoytema αντικαθιστά επάξια τον μόνιμο συνεργάτη του Nolan, Wally Pfister, ο οποίος ήταν απασχολημένος με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο («Transcedence«), και ειδικά στο πρώτο μέρος της ιστορίας, το οποίο διαδραματίζεται σε ένα σκηνικό εμπνευσμένο από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30, κάνει εκπληκτική δουλειά. Ο ήχος του Richard King είναι εκκωφαντικός, αν και συχνά εξαντληντικός, ενώ η μουσική του συνήθους υπόπτου Hans Zimmer ξεδιάντροπα «δανείζεται» στοιχεία από Philip Glass και Johann Strauss.
Ρόλο επιστημονικού συμβούλου και παραγωγού αναλαμβάνει ο Thorne, καθώς όλο το σενάριο βασίζεται επάνω στις θεωρίες του συγκεκριμένου κυρίου. Έχοντας βοηθήσει αποφασιστικά στη συγγραφή του μυθιστορήματος «Contact» (με το οποίο το “Interstellar” είναι προφανές ότι έχει δεσμούς αίματος), εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού. Συζητάει με τους ηθοποιούς τις συνέπειες ενός τέτοιου ταξιδιού πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό και ψυχολογία, αλλά και βοηθάει τους τεχνικούς στην ρεαλιστική απεικόνιση της μαύρης τρύπας.

Το ερμηνευτικό επιτελείο είναι αντικειμενικά all-star επιπέδου, αν και όχι και τόσο του γούστου μου.
Η Hathaway γεννήθηκε μόνο και μόνο για να παίξει στο «Les Miserables», ενώ το hype γύρω από το όνομα της Jessica Chastain ποτέ δεν το κατάλαβα. Ο McConaughey είναι αρκούντως πειστικός στο ρόλο ενός καταπιεσμένου από τις συνθήκες καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος πράττει εγωιστικά παραμερίζοντας την οικογένεια του. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο ρομπότ TARS (Bill Irwin), ο τετράπλευρος σχεδιασμός του οποίου (βασισμένος στο μονόλιθο του «2001: A Space Odyssey;) σε συνδυασμό με την πληθωρική προσωπικότητα του (βασισμένη στο λογοτεχνικό σύμπαν του Douglas Adams;) κλέβουν την παράσταση από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Η δύναμη του «Interstellar» βρίσκεται στις ευρηματικές εικόνες του. Μην τις στερήσεις από τον εαυτό σου και κατανάλωσε το σε μια σκοτεινή αίθουσα, κρατώντας όμως χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών σου!
πηγη
Το πρόβλημα του «Interstellar» είναι ότι ανοίγει πολλά μέτωπα, δίχως να καταφέρνει στο τέλος να κλείσει κανένα από αυτά με πειστικό τρόπο. Επιστρατεύει ανόητα coelh-ικά τσιτάτα («love is the one thing that transcends time and space», μας λέει η Amelia Brand της Anne Hathaway σε ένα μονόλογο που αν και κράτησε 2, 3 λεπτά έμοιαζε να περνάει ένας αιώνας) και καταφεύγει σε σεναριακές ευκολίες και επαναλαμβανόμενα σκηνοθετικά τρικ (ξέρουμε βρε Christopher ότι είσαι σχεδόν ασυναγώνιστος στην παράλληλη αφήγηση, αλλά να έχει και κάποιο νόημα ύπαρξης μέσα στο φιλμ, ε;), στα οποία δε μας είχαν συνηθίσει τα αδέρφια Nolan. Εν τέλει είναι μια ταινία που τρέφει εξαίσια τα μάτια, αλλά, εγκλωβισμένη στην υπέρμετρη φιλοδοξία της, αρνείται να κάνει το ίδιο και στο μυαλό.
Παρούσες δηλώνουν η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Nolan, καθώς και η καταπληκτική επιλογή συνεργατών. Τα καινοτόμα οπτικά εφέ της Double Negative προκαλούν το δέος του θεατή, καθώς θα νομίζεις ότι κινείσαι κι εσύ στον στρεβλωμένο χωροχρόνο. Ο διευθυντής φωτογραφίας Hoyte van Hoytema αντικαθιστά επάξια τον μόνιμο συνεργάτη του Nolan, Wally Pfister, ο οποίος ήταν απασχολημένος με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο («Transcedence«), και ειδικά στο πρώτο μέρος της ιστορίας, το οποίο διαδραματίζεται σε ένα σκηνικό εμπνευσμένο από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30, κάνει εκπληκτική δουλειά. Ο ήχος του Richard King είναι εκκωφαντικός, αν και συχνά εξαντληντικός, ενώ η μουσική του συνήθους υπόπτου Hans Zimmer ξεδιάντροπα «δανείζεται» στοιχεία από Philip Glass και Johann Strauss.
Ρόλο επιστημονικού συμβούλου και παραγωγού αναλαμβάνει ο Thorne, καθώς όλο το σενάριο βασίζεται επάνω στις θεωρίες του συγκεκριμένου κυρίου. Έχοντας βοηθήσει αποφασιστικά στη συγγραφή του μυθιστορήματος «Contact» (με το οποίο το “Interstellar” είναι προφανές ότι έχει δεσμούς αίματος), εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού. Συζητάει με τους ηθοποιούς τις συνέπειες ενός τέτοιου ταξιδιού πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό και ψυχολογία, αλλά και βοηθάει τους τεχνικούς στην ρεαλιστική απεικόνιση της μαύρης τρύπας.
Το ερμηνευτικό επιτελείο είναι αντικειμενικά all-star επιπέδου, αν και όχι και τόσο του γούστου μου.
Η Hathaway γεννήθηκε μόνο και μόνο για να παίξει στο «Les Miserables», ενώ το hype γύρω από το όνομα της Jessica Chastain ποτέ δεν το κατάλαβα. Ο McConaughey είναι αρκούντως πειστικός στο ρόλο ενός καταπιεσμένου από τις συνθήκες καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος πράττει εγωιστικά παραμερίζοντας την οικογένεια του. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο ρομπότ TARS (Bill Irwin), ο τετράπλευρος σχεδιασμός του οποίου (βασισμένος στο μονόλιθο του «2001: A Space Odyssey;) σε συνδυασμό με την πληθωρική προσωπικότητα του (βασισμένη στο λογοτεχνικό σύμπαν του Douglas Adams;) κλέβουν την παράσταση από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Η δύναμη του «Interstellar» βρίσκεται στις ευρηματικές εικόνες του. Μην τις στερήσεις από τον εαυτό σου και κατανάλωσε το σε μια σκοτεινή αίθουσα, κρατώντας όμως χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών σου!
πηγη